- αναστρωφώ
- ἀναστρωφῶ (-άω) (Α) [αναστρέφω]1. ενεργ. στρέφω προς όλες τις κατευθύνσεις2) μέσ. α) περιπλανώμαι, περιφέρομαιβ) ζω, διάγω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναστρέφω — (AM ἀναστρέφω) ανατρέπω, αναποδογυρίζω 2. στρέφω, γυρίζω πίσω νεοελλ. μσν. (μέσ., ομαι) συναναστρέφομαι μσν. αναβάλλω αρχ. 1. ανασκάπτω, οργώνω 2. (μέσ. και παθ.) α) περιφέρομαι, τριγυρνώ β) συμπεριφέρομαι, διάγω γ) διαμένω, βρίσκομαι δ)… … Dictionary of Greek